Για όσους προσπαθούν να ζήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, η επιλογή μεταξύ ζάχαρης και τεχνητών γλυκαντικών όπως είναι η ζαχαρίνη μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Μια νέα μελέτη ερευνητών του Ιατρικού Κέντρου Wexner του Κρατικού Πανεπιστημίου του Οχάιο και του Ιατρικού Κολεγίου Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Οχάιο διαπίστωσε ότι η ζαχαρίνη δεν οδηγεί στην ανάπτυξη διαβήτη σε υγιείς ενήλικες, όπως έχουν δείξει προηγούμενες μελέτες.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύονται στο περιοδικό Microbiome. “Δεν είναι ότι τα ευρήματα προηγούμενων μελετών είναι λανθασμένα, απλώς δεν υπήρξε ο επαρκής έλεγχος για ζητήματα όπως οι υποκείμενες συνθήκες υγείας, οι επιλογές διατροφής και οι συνήθειες τρόπου ζωής”, δήλωσε ο Γιώργος Κυριαζής, επίκουρος καθηγητής βιολογικής χημείας και φαρμακολογίας στο Οχάιο και ανώτερος συγγραφέας της μελέτης. “Μελετώντας την τεχνητή γλυκαντική ζαχαρίνη σε υγιείς ενήλικες, απομονώσαμε τα αποτελέσματά της και δεν βρήκαμε καμία αλλαγή στο μικρόβιο του εντέρου των συμμετεχόντων ή στα μεταβολικά τους προφίλ, όπως είχε προταθεί προηγουμένως”.
Ο κ. Κυριαζής συνεργάστηκε με ερευνητές του Ohio State’s College of Food, Agricultural & Environmental Sciences, του Ohio State College of Arts and Sciences, του Sanford Burnham Prebys Medical Discovery Institute στην Καλιφόρνια και του Translational Research Institute for Metabolism and Diabetes at Advent-Health στη Φλόριντα.
Τα τεχνητά γλυκαντικά χωρίς θερμίδες καταναλώνονται συχνά ως υποκατάστατο της ζάχαρης στο πλαίσιο δίαιτας και η ζαχαρίνη είναι ένα από τα έξι τεχνητά γλυκαντικά που έχουν εγκριθεί από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων.
Η χρήση τεχνητών γλυκαντικών έχει αυξηθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία λόγω της αυξανόμενης ευαισθητοποίησης για τα αρνητικά αποτελέσματα που έχει για την υγεία η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης, σημείωσαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Συνολικά 46 υγιείς ενήλικες ηλικίας 18-45 ετών με δείκτη μάζας σώματος 25 ή λιγότερο ολοκλήρωσαν αυτήν την τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, συμπεριλαμβανομένου εικονικού φαρμάκου μελέτη.
Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν κάψουλες που περιείχαν τη μέγιστη αποδεκτή ημερήσια ποσότητα είτε ζαχαρίνης, είτε λακτιζόλης, ή ζαχαρίνης με λακτιζόλη ή εικονικό φάρμακο κάθε μέρα για δύο εβδομάδες. Η μέγιστη αποδεκτή ημερήσια ποσότητα ζαχαρίνης είναι 400 χιλιοστόγραμμα (μιλιγκράμ) την ημέρα, η οποία είναι πολύ περισσότερο από τον μέσο καταναλωτή.
Η μελέτη απέκλεισε άτομα με οξείες ή χρόνιες παθήσεις ή όσους λαμβάνουν φάρμακα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν τη μεταβολική λειτουργία, όπως ο διαβήτης, η βαριατρική επέμβαση, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου ή το ιστορικό δυσαπορρόφησης και έγκυες ή θηλάζουσες.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης για 10 εβδομάδες τα αποτελέσματα ακόμη υψηλότερης δόσης ζαχαρίνης σε ποντίκια που γενετικά δεν έχουν υποδοχείς γλυκιάς γεύσης με τα ίδια αποτελέσματα: Το τεχνητό γλυκαντικό δεν επηρέασε την ανοχή στη γλυκόζη ή προκάλεσε σημαντικές αλλαγές μικροβίων στο έντερο ή εμφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.
“Η ζάχαρη, από την άλλη πλευρά, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι συμβάλλει στην παχυσαρκία, τις καρδιακές παθήσεις και τον διαβήτη”, δήλωσε ο κ. Κυριαζής. “Έτσι, όταν δοθεί η επιλογή, τα τεχνητά γλυκαντικά όπως η σακχαρίνη είναι ο ξεκάθαρος νικητής με βάση όλες τις επιστημονικές πληροφορίες που έχουμε επί του παρόντος”.
Πηγή: Medical Xpress