Μια διαλείπουσα, περιορισμένης διάρκειας, νηστεία είναι πιο αποτελεσματική για άτομα που διατρέχουν κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με μια δίαιτα μειωμένων θερμίδων, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Η αυστραλιανή μελέτη συνέκρινε τους δύο τύπους δίαιτας ως μέρος της προσπάθειας να δει πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί το 60% των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 που μπορούν να προληφθούν.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε η ανώτερη συγγραφέας καθηγήτρια Leonie Heilbronn, από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας: “Ακολουθώντας μια περιορισμένη χρονική περίοδο, διαλείπουσα δίαιτα νηστείας θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Οι άνθρωποι που έκαναν διαλείπουσα για τρεις ημέρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, τρώγοντας μόνο μεταξύ 8 π.μ. και 12 μ.μ. αυτές τις ημέρες, έδειξαν μεγαλύτερη ανοχή στη γλυκόζη μετά από 6 μήνες σε σχέση με εκείνους που έκαναν καθημερινή δίαιτα χαμηλών θερμίδων”.
Η ίδια πρόσθεσε ότι οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν τη δίαιτα διαλείπουσας νηστείας ήταν πιο ευαίσθητοι στην ινσουλίνη και παρουσίασαν επίσης μεγαλύτερη μείωση των λιπιδίων του αίματος συγκριτικά με εκείνους που έκαναν δίαιτα χαμηλών θερμίδων.
Διαλείπουσα νηστεία και απώλεια βάρους
Σύμφωνα με δημοσίευμα του diabetes.co.uk, περισσότεροι από 200 συμμετέχοντες συμμετείχαν στη μελέτη διάρκειας 18 μηνών, με παρόμοια αποτελέσματα απώλειας βάρους τόσο από τις ομάδες διαλείπουσας νηστείας όσο και από τη δίαιτα χαμηλών θερμίδων.
Ο πρώτος συγγραφέας και διδακτορικός φοιτητής Xiao Tong Teong δήλωσε: “Αυτή είναι η μεγαλύτερη μελέτη στον κόσμο μέχρι σήμερα και η πρώτη που αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο το σώμα επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί τη γλυκόζη μετά από ένα γεύμα, που είναι καλύτερος δείκτης κινδύνου για διαβήτη.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης προσθέτουν στον αυξανόμενο όγκο στοιχείων που δείχνουν ότι η ώρα του γεύματος και οι συμβουλές νηστείας επεκτείνουν τα οφέλη για την υγεία μιας δίαιτας περιορισμένων θερμίδων, ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους, και αυτό μπορεί να έχει επιρροή στην κλινική πρακτική”.
Η ομάδα της μελέτης είπε ότι χρειάζεται να διεξαχθεί περισσότερη έρευνα για να αξιολογηθεί εάν ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατροφής θα έφερνε τα ίδια αποτελέσματα, καθώς θα έκανε αυτό το είδος διατροφής πιο βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine.