Οι γυναίκες που επέζησαν από διηθητικό καρκίνο του μαστού μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για διαβήτη και υπέρταση, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Oncology.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει τη σχέση μεταξύ διαβήτη και διαφόρων τύπων καρκίνου. Οι περισσότερες από αυτές έχουν επικεντρωθεί στον κίνδυνο καρκίνου που αντιμετωπίζουν τα άτομα με διαβήτη και όχι στον κίνδυνο διαβήτη που αντιμετωπίζουν οι επιζώντες του καρκίνου.
Για την πιο πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν πώς ο καρκίνος του μαστού – και η υποβολή ορισμένων θεραπειών για αυτόν τον καρκίνο – συνδέονται με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, υψηλής αρτηριακής πίεσης ή μη φυσιολογικών επιπέδων λιπιδίων στο αίμα (χοληστερόλη και τριγλυκερίδια).
Χρησιμοποίησαν δεδομένα από 14.942 γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με διηθητικό καρκίνο του μαστού μεταξύ 2005 και 2013 και συνέκριναν τα αποτελέσματά τους με αυτά από 74.702 γυναίκες (χρησιμοποιήθηκαν ως η ομάδα ελέγχου) που είχαν την ίδια χρονιά γέννησης και φυλή ή εθνικότητα, αλλά δεν είχαν καρκίνο του μαστού. Όπως δείχνουν οι αριθμοί, αντιστοιχήθηκαν πέντε γυναίκες απο την ομάδα ελέγχου για κάθε μία επιζήσασα από καρκίνο του μαστού στη μελέτη. Ο μέσος όρος ηλικίας όλων των συμμετεχουσών ήταν 61 ετών και το 65% αναγνωρίστηκαν ως λευκές μη Ισπανόφωνες.
Οι γυναίκες που επέζησαν από καρκίνο του μαστού έχουν μέτρια μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν διαβήτη
Σε σύγκριση με τις γυναίκε χωρίς καρκίνο, οι γυναίκες που επέζησαν από καρκίνο του μαστού είχαν μέτρια περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη μετά από δύο χρόνια, με ποσοστό διάγνωσης 2,1% (έναντι 1,7%). Επειτα από 10 χρόνια, εξακολουθούσαν να είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξουν διαβήτη, με ποσοστό διάγνωσης 9,3%, έναντι 8,8%.
Μετά από προσαρμογή για διάφορους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο για διαβήτη – συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μάζας σώματος και καρδιαγγειακών προβλημάτων – οι γυναίκες που επέζησαν από καρκίνο του μαστού βρέθηκαν να έχουν 16% περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τις γυναίκες στην ομάδα ελέγχου να αναπτύξουν διαβήτη σε διάστημα 10 ετών.
Αυτός ο σχετικός κίνδυνος ήταν ελαφρώς υψηλότερος για τις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε ορισμένες μορφές θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού: 23% για εκείνες που έκαναν χημειοθεραπεία, 29% για εκείνες που είχαν ακτινοβολία αριστερής πλευράς και 23% για όσες έλαβαν ενδοκρινική θεραπεία.
Κίνδυνος για αρτηριακή πίεση
Όσον αφορά τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση, οι γυναίκες survivors ήταν πιο πιθανό να τον εμφανίσουν μετά από δύο χρόνια — σε ποσοστό 10,9% σε σύγκριση με 8,9% για τις αντίστοιχες γυναίκες που δεν είχαν καρκίνο. Επίσης, ο κίνδυνος για υψηλή αρτηριακή πίεση ήταν 11% υψηλότερος στις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε ακτινοβολία αριστερής όψης και 10% υψηλότερος σε εκείνες που έλαβαν ενδοκρινική θεραπεία.
Τόσο συνολικά όσο και εντός των υποομάδων γυναικών που υποβλήθηκαν σε συγκεκριμένες θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού, ο σχετικός κίνδυνος για διαβήτη και για υψηλή αρτηριακή πίεση ήταν υψηλότερος σε εκείνες με φυσιολογικό ΔΜΣ ή μικρότερο από 25. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες με φυσιολογικό σωματικό βάρος είδαν μεγαλύτερη αύξηση του κινδύνου για διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση εάν είχαν καρκίνο του μαστού, σε σύγκριση με την αύξηση που παρατηρήθηκε σε υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες.
Αυτά τα ευρήματα μπορεί να βοηθήσουν τις επιζήσασες από καρκίνο του μαστού και τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να αποφασίσουν πώς να διαχειριστούν τους παράγοντες κινδύνου για διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση, όπως διατροφικές επιλογές και σωματική δραστηριότητα. Οι μελλοντικές μελέτες, έγραψαν οι ερευνητές, θα πρέπει να εξετάσουν διαφορετικές στρατηγικές για τη διαχείριση του κινδύνου για διαβήτη και καρδιαγγειακά προβλήματα σε επιζήσασες από καρκίνο του μαστού.
Με πληροφορίες από Diabetes Self – Management