Το να καταναλώνει κανείς πολύ αλάτι οδηγεί σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και αυξημένα επίπεδα A1C σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 (T2D), αναφέρει μια νέα μελέτη από την Κίνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Yi Lin, MD, του Πανεπιστημίου του Nottingham Ningbo China, εξήγησαν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η υιοθέτηση δυτικοποιημένων διατροφικών συνηθειών και τρόπου ζωής έχουν τροφοδοτήσει μια ταχεία αύξηση των ποσοστών διαβήτη τύπου 2 στην Κίνα. Μεταξύ 1980 και 2017, τα ποσοστά διαβήτη από λιγότερο από 1% έχει φτάσει σχεδόν 13% στη χώρα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας περιέγραψε πρόσφατα το ποσοστό του διαβήτη στην Κίνα ως “εκρηκτικό”.
Στα άτομα με διαβήτη συνιστάται να προσέχουν την πρόσληψη αλατιού επειδή οι υψηλές ποσότητες νατρίου σχετίζονται με υψηλή αρτηριακή πίεση, καθώς και με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού και καρδιαγγειακής νόσου. Ωστόσο, οι συγγραφείς επεσήμαναν ότι ελάχιστη έρευνα έχει γίνει για οποιαδήποτε άμεση σχέση μεταξύ του αλατιού και διαβήτη τύπου 2.
Η μελέτη
Οι ερευνητές ανέσυραν δεδομένα για 2.313 άτομα με διαβήτη τύπου 2 που είχαν εγγραφεί από τον Μάρτιο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2020 στο τμήμα ενδοκρινολογίας εξωτερικών ασθενών του Ningbo First Hospital, στην επαρχία Zhejiang.
Οι ερευνητές έλαβαν πληροφορίες για τη διατροφή των συμμετεχόντων βάζοντάς τους να συμπληρώσουν μια τυποποιημένη έρευνα που ονομάζεται ερωτηματολόγιο συχνότητας τροφής (FFQ). Αυτές περιελάμβαναν κατανάλωση λαχανικών, φρούτων, προϊόντων σόγιας, κόκκινου κρέατος, πουλερικών, ψαριών, γαρίδων και αναψυκτικών, σε συνδυασμό με την ημερήσια πρόσληψη αλατιού και ζάχαρης. Επειτα, οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν την πρόσληψη αλατιού σε τρεις ομάδες: λιγότερο από 6 γραμμάρια αλάτι την ημέρα, 6-8 γραμμάρια την ημέρα και περισσότερα από 8 γραμμάρια την ημέρα. Αφού τα άτομα είχαν νηστέψει όλη τη νύχτα, οι ερευνητές έλαβαν δείγματα αίματος και έκαναν εξετάσεις για διάφορους δείκτες, όπως γλυκόζη πλάσματος, ινσουλίνη, A1C, χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, ουρικό οξύ και κρεατινίνη ορού.
Υψηλό σάκχαρο στο αίμα και A1C στην ομάδα με το πολύ αλάτι
Μόνο περίπου ένα στα τέσσερα άτομα είχε πρόσληψη αλατιού σε αυτό που οι ερευνητές θεώρησαν το χαμηλό εύρος (λιγότερο ή ίσο με 6 γραμμάρια την ημέρα). Σε σύγκριση με αυτούς, οι ομάδες με υψηλότερο αλάτι είχαν μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με υπέρβαρο, παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλά λίπη ή λιπίδια στο αίμα (υπερλιπιδαιμία), υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος και στεφανιαία νόσο.
Το αξιοσημείωτο εύρημα ήταν ότι τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα καθώς και της A1C ήταν “σημαντικά υψηλότερα” στην ομάδα υψηλής πρόσληψης αλατιού (πάνω από 8 γραμμάρια την ημέρα), ακόμη και μετά από προσαρμογή για παράγοντες όπως το βάρος, ο δείκτης μάζας σώματος, η αρτηριακή πίεση, η περίμετρος της μέσης, η κρεατινίνη ορού και το ουρικό οξύ.
Όσον αφορά στους πιθανούς λόγους για τους οποίους η υψηλή πρόσληψη αλατιού έχει σχέση με υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, οι συγγραφείς σχολίασαν: “Ο μηχανισμός της συσχέτισης μεταξύ του διαιτητικού αλατιού και της γλυκαιμικής απόκρισης σε ασθενείς με T2D είναι ασαφής. Η αυξημένη πρόσληψη αλατιού από τη διατροφή μπορεί να καταστείλει τη δραστηριότητα του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, να διεγείρει τη συμπαθητική δραστηριότητα και να προκαλέσει αντίσταση στην ινσουλίνη. Ως εκ τούτου, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και την εξέλιξη διαβήτη τύπου 2 επιπλοκών”.
Υπέθεσαν επίσης ότι η υψηλή ποσότητα διατροφικού αλατιού μπορεί να αυξήσει την όρεξη και επομένως να προάγει την αύξηση βάρους. Το αλάτι, όπως είπαν, είναι βασικός παράγοντας και για την αύξηση του αισθήματος της δίψας, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη πρόσληψη υγρών ποτών.
Με πληροφορίες από Diabetes Self – Management