Μια προσέγγιση στην εκπαίδευση του διαβήτη που ενσωματώνει τις έννοιες της προσοχής και της αποδοχής μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερη δυσφορία και καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα, σύμφωνα με μια πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetic Medicine.
Οι συγγραφείς του άρθρου σημείωσαν ότι σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 ο φόβος των επιπλοκών του διαβήτη και το βάρος της διαχείρισης της νόσου μπορούν να συμβάλλουν στην ψυχολογική δυσφορία, η οποία μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μη αποτελεσματική διαχείριση του διαβήτη. Λόγω του καλά τεκμηριωμένου κινδύνου της δυσφορίας του διαβήτη που συνοδεύει την πάθηση, ορισμένοι ηγέτες προγραμμάτων εκπαίδευσης για τον διαβήτη έχουν καταβάλει προσπάθεια να ενσωματώσουν στρατηγικές προσοχής και αποδοχής. Για την τελευταία ανάλυση, οι ερευνητές αξιολόγησαν την επίδραση τέτοιων προγραμμάτων εκπαίδευσης τόσο σε σχέση σε ό, τι ανέφεραν οι συμμετέχοντες ότι αισθάνονται όσο και στον έλεγχο της γλυκόζης στο αίμα.
Συνολικά εννέα μελέτες συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση, καθεμία από τις οποίες ανέθεσε τυχαία τους συμμετέχοντες είτε σε ένα τυπικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα διαβήτη είτε σε ένα άλλο στο οποίο προστέθηκε θεραπεία αποδοχής και δέσμευσης, γνωστική θεραπεία βασισμένη στη συνειδητοποίηση, μείωση πίεσης βάσει προσοχής ή αυτο-κατευθυνόμενη πρακτική προσοχής.
Ενώ οι λεπτομέρειες αυτών των στρατηγικών διαφέρουν, καθεμία στοχεύει στη μείωση της δυσφορίας του διαβήτη, βοηθώντας τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τα συναισθήματά τους για τον διαβήτη και να αποδεχτούν την ασθένεια για αυτό που είναι. Η συνδυασμένη ανάλυση είχε συνολικά 801 συμμετέχοντες, με μέση ηλικία που κυμαινόταν από 50 έως 66 και μέση διάρκεια διαβήτη που κυμαινόταν από τέσσερα έως δέκα χρόνια. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες είχαν επίπεδο A1C πάνω από 7%, δείχνοντας λιγότερο από το βέλτιστο έλεγχο γλυκόζης.
Προγράμματα ευαισθητοποίησης και αποδοχής συνδέονται με τη μείωση της δυσφορίας του διαβήτη
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τα άτομα που τους είχε ανατεθεί ένα τυπικό πρόγραμμα εκπαίδευσης για τον διαβήτη, εκείνοι που συμμετείχαν σε πρόγραμμα ευαισθητοποίησης ή αποδοχής είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα αναφερόμενης δυσφορίας διαβήτη, με βάση τα μέτρα βαθμολογίας που χρησιμοποιήθηκαν στις μελέτες.
Είχαν επίσης χαμηλότερα συνολικά επίπεδα A1C, τα οποία διατηρήθηκαν για έως και ένα μήνα μετά τη λήξη του προγράμματος εκπαίδευσης για τον διαβήτη. Δεδομένου ότι κάθε μελέτη στην ανάλυση ακολούθησε διαφορετικό σχεδιασμό, δεν ήταν δυνατό να συμπεράνει κανείς ότι κάποια συγκεκριμένη προσέγγιση στη συνειδητότητα ή την αποδοχή ήταν καλύτερη από τις άλλες. Προέκυε όμως το συμπέρασμα ότι όλα αυτά, σε συνδυασμό, είχαν καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση τα τυπικά προγράμματα εκπαίδευσης διαβήτη. Σημειώνεται, βέβαια, ότι τρεις έως έξι μήνες μετά το τέλος των προγραμμάτων εκπαίδευσης για τον διαβήτη, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ του προτύπου και των ομάδων εκπαίδευσης που βασίζονται στη γνώση ή την αποδοχή.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι προσεγγίσεις που βασίζονται στη συνειδητοποίηση και την αποδοχή στην εκπαίδευση διαβήτη μπορούν να βοηθήσουν στην προώθηση της μείωσης της δυσφορίας του διαβήτη και της καλύτερης αυτοδιαχείρισης. Απαιτούνται περισσότερες μελέτες, έγραψαν, για να εξεταστεί η αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων προγραμμάτων σε μια ποικιλία πληθυσμών ασθενών, συμπεριλαμβανομένων ατόμων από μια ποικιλία πολιτιστικών, κοινωνικών και οικονομικών υποβάθρων.
Με πληροφορίες από Diabetes Self – Management