Η υψηλότερη οστική πυκνότητα συνδέεται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες

Η υψηλότερη οστική πυκνότητα συνδέεται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες

Η υψηλότερη οστική πυκνότητα συνδέεται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες

Η μεγαλύτερη οστική πυκνότητα συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάντα όπως καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό στις γυναίκες, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nutrition, Metabolism & Cardiovascular Diseases.

Ο διαβήτης τύπου 2 και η οστεοπόρωση εμφανίζονται συχνά μαζί και ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι μεταβολικές ανωμαλίες που παρατηρούνται στον διαβήτη τύπου 2 μπορεί να συμβάλλουν στον κίνδυνο για χαμηλότερη οστική πυκνότητα και οστεοπόρωση. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η συχνότητα των καταγμάτων των οστών αυξάνεται σε άτομα με διαβήτη, υποδεικνύοντας ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωρίζεται και να αντιμετωπίζεται η οστεοπόρωση στους ασθενείς αυτούς.

Για την τελευταία μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν μια ομάδα 13.707 γυναικών που είχαν εγγραφεί σε μια γενική μελέτη υγείας που ονομάζεται Εθνική Έρευνα Εξέτασης Υγείας και Διατροφής των ΗΠΑ (NHANES). Οι συμμετέχουσες μέτρησαν την οστική τους πυκνότητα ως μέρος της μελέτης και ανέφεραν συμβάντα όπως κατάγματα οστών και καρδιαγγειακά συμβάντα. Πέντε διαφορετικά καρδιαγγειακά αποτελέσματα συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση — συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαίας νόσος (CAD), στηθάγχη, καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό.

Η υψηλότερη οστική πυκνότητα συνδέεται με λιγότερες καρδιαγγειακές παθήσεις στις γυναίκες

Συνολικά, το 7,5% των συμμετεχουσών ανέφερε ότι είχε κάποια μορφή καρδιαγγειακής νόσου. Όταν συνέκριναν τη σχέση μεταξύ της μετρούμενης οστικής πυκνότητας και των καρδιαγγειακών προβλημάτων, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα “σημείο καμπής” όσον αφορά στην οστική πυκνότητα. Οι συμμετέχουσες με συνολική οστική πυκνότητα 1,085 γραμμάρια ανά τετραγωνικό εκατοστό ή μεγαλύτερη είχαν λιγότερες πιθανότητες να βιώσουν αυτά τα αποτελέσματα, με τον κίνδυνο να πέφτει ακόμη χαμηλότερα σε υψηλότερα επίπεδα οστικής πυκνότητας.

Αυτό το σημείο αντιπροσώπευε την οστική πυκνότητα του κορυφαίου 50% των συμμετεχόντων στη μελέτη. Σε σύγκριση με το κατώτερο 25% των γυναικών που συμμετείχαν – όσες δηλαδή είχαν ολική οστική πυκνότητα 1.009 ή χαμηλότερη – εκείνες στο κορυφαίο 50% για την οστική πυκνότητα ήταν λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν στηθάγχη ή να υποστούν καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό.

Επιπλέον, οι συμμετέχουσες που δεν είχαν ποτέ κάταγμα οστού είχαν 31% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν στηθάγχη, 32% λιγότερες πιθανότητες να υποστούν καρδιακή προσβολή και 32% λιγότερες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό από εκείνους με τουλάχιστον ένα προηγούμενο κάταγμα. Η σχέση μεταξύ μεγαλύτερης οστικής πυκνότητας και χαμηλότερου κινδύνου για καρδιαγγειακά αποτελέσματα φάνηκε πιο έντονα σε γυναίκες που αναγνωρίστηκαν ως μη ισπανόφωνες λευκές, δεν είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση, δεν είχαν διαβήτη και δεν συμμετείχαν ποτέ σε σωματική δραστηριότητα.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υψηλότερη οστική πυκνότητα και η έλλειψη οστικών καταγμάτων συνδέονταν και τα δύο με βελτιωμένα καρδιαγγειακά αποτελέσματα, αλλά δεν απέδειξαν ότι η οστική πυκνότητα έπαιξε άμεσο ρόλο σε αυτά τα αποτελέσματα. Περισσότερες έρευνες ενδεχομένως να ρίξουν φως στο πώς σχετίζονται η οστική πυκνότητα και οι καρδιαγγειακές παθήσεις και αν τυχόν θεραπείες για την οστεοπόρωση συνδέονται με διαφορές στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα.

Με πληροφορίες από Diabetes Self – Management

Σχετικά άρθρα

Newsletter

Μάθε πρώτος για τα νέα του διαβήτη μέσα από τα μηνιαία Newsletter μας

Μετάβαση στο περιεχόμενο